ανελεύθερα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανελεύθερα < ανελεύθερος + -α < αρχαία ελληνική ἀνελεύθερος < ἐλεύθερος
Επίρρημα επεξεργασία
ανελεύθερα
- χωρίς σεβασμό στις στοιχειώδεις ελευθερίες, με αντιδημοκρατικούς περιορισμούς σε κοινωνικό επίπεδο ή με καταπιεστικά μέτρα σε προσωπικό, οικογενειακό πλαίσιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανελεύθερα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανελεύθερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανελεύθερο