αναδρομικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναδρομικά < αναδρομικός
Επίρρημα
επεξεργασία
αναδρομικά
- με αναδρομική ισχύ
- (πληροφορική) η εκτέλεση συνάρτησης όπου αυτή καλεί τον εαυτό της σε πεπερασμένα βήματα για την επίλυση ενός προβλήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναδρομικά
πληροφορική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αναδρομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναδρομικό