Ετυμολογία

επεξεργασία

αναδρομικά < αναδρομικός

Επίρρημα

επεξεργασία

αναδρομικά

  1. με αναδρομική ισχύ
  2. (πληροφορική) η εκτέλεση συνάρτησης όπου αυτή καλεί τον εαυτό της σε πεπερασμένα βήματα για την επίλυση ενός προβλήματος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία