Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναδρομικά < αναδρομικός

  Επίρρημα επεξεργασία

αναδρομικά

  1. με αναδρομική ισχύ
  2. (πληροφορική) η εκτέλεση συνάρτησης όπου αυτή καλεί τον εαυτό της σε πεπερασμένα βήματα για την επίλυση ενός προβλήματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αναδρομικά