Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμπιγιέρ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμπιγιέρ
<
(
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
habilleur
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμπιγιέρ
αρσενικό
άκλιτο
(
θηλυκό
αμπιγιέζ
)
(
θέατρο
,
ενδυμασία
,
επάγγελμα
)
άνδρας
που
βοηθάει
τους
ηθοποιούς
να
ντυθούν
(να φορέσουν τα
κοστούμια
μιας θεατρικής παράστασης, ενός κινηματογραφικού γυρίσματος κ.λπ.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμπιγιέρ
αγγλικά
:
dresser
(en)
γαλλικά
:
habilleur
(fr)