habilleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | habilleur | habilleurs |
θηλυκό | habilleuse | habilleuses |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhabilleur (fr) αρσενικό (θηλυκό habilleuse)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | habilleur | habilleurs |
θηλυκό | habilleuse | habilleuses |
habilleur (fr) αρσενικό (θηλυκό habilleuse)