Ετυμολογία

επεξεργασία
αμπιγιέζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική habilleuse, θηλυκό του habilleur (αμπιγιέρ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμπιγιέζ θηλυκό άκλιτο (αρσενικό αμπιγιέρ)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία