αμπιγιέζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπιγιέζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική habilleuse, θηλυκό του habilleur (αμπιγιέρ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπιγιέζ θηλυκό άκλιτο (αρσενικό αμπιγιέρ)
- (επάγγελμα) γυναίκα που βοηθάει τους ηθοποιούς να ντυθούν, για τις ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης, ενός κινηματογραφικού γυρίσματος κ.λπ.