Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. αμέρωτα < αμέρωτος +
  2. αμέρωτα < α- + μέρα

  Επίρρημα επεξεργασία

αμέρωτα

  1. χωρίς να έχει ή να τον έχουν ημερώσει
  2. (ιδιωματικό) αξημέρωτα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία