ακτινοδιαγνωστική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακτινοδιαγνωστική | ||
γενική | της | ακτινοδιαγνωστικής | ||
αιτιατική | την | ακτινοδιαγνωστική | ||
κλητική | ακτινοδιαγνωστική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακτινοδιαγνωστική < ακτίνα + διαγνωστική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακτινοδιαγνωστική θηλυκό
- (ιατρική) η εντόπιση και η διάγνωση παθολογικών διαταραχών με τη βοήθεια ειδικών μηχανημάτων ακτίνων Χ και ιοντίζουσας ή μη ακτινοβολίας, που άρχισε να εφαρμόζεται από την αρχή της δεκαετίας του 1920.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακτινοδιαγνωστική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαακτινοδιαγνωστική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ακτινοδιαγνωστικός