Δείτε επίσης: ἔρρωσο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έρρωσο < αρχαία ελληνική ἔρρωσο < β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής μεσοπαθητικού παρακειμένου (ἔρρωμαι) του ῥώννυμι

  Έκφραση

επεξεργασία

έρρωσο

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • έρρωσο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία