έντοκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈen.do.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ντο‐κα
Επίρρημα
επεξεργασίαέντοκα
Άλλες μορφές
επεξεργασία- εντόκως (λόγιο)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία έντοκα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαέντοκα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έντοκος