Ετυμολογία

επεξεργασία
νομιμοτόκως < νόμιμ(ος) + -ο- + τόκ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

νομιμοτόκως

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)