έγγλυφο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɣli.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έγ‐γλυ‐φο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαέγγλυφο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του έγγλυφος
- (ουσιαστικοποιημένο) όταν εννοούνται λέξεις όπως μετάλλιο, κόσμημα, νόμισμα