άχολα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άχολα < άχολος + -α < αρχαία ελληνική ἄχολος
Επίρρημα
επεξεργασίαάχολα
Μεταφράσεις
επεξεργασία άχολα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαάχολα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άχολος