Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άσιγμος μέλλων
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
άσιγμος μέλλων
<
άσιγμος
και
μέλλων
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
άσιγμος μέλλων
αρσενικό
(
γραμματική
)
μέλλοντας
με
αποβολή
του
-σ
στα ρήματα που έχουν χαρακτήρα
θέματος
ένρινο
ή
υγρό
, όπως
καθαίρω
(καθαιρώ),
μένω
(μενώ),
τείνω
,
πλύνω
,
σπείρω
,
στέλλω
,
φθείρω
(φθαρώ) κ.ά.