άσ' τον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
άσ' τον! (πληθυντικός: άστε τον, αφήστε τον)
- (μεταφορικά)
- (κυριολεκτικά) τοποθέτησέ τον κάτω, άφησέ τον κάτω (όπως στο έδαφος, στο πάτωμα)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- άστον
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- → δείτε τον όρο άσε
Πηγές επεξεργασία
- άσε, άσ' - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφήνω, άστον - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)