Δείτε επίσης: άστον, Άστον

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άσ' τον! < άσ', άσε με έκθλιψη & αδύνατος τύπος τον της αντωνυμίας αυτός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈas‿ton/

  Έκφραση

επεξεργασία

άσ' τον! (πληθυντικός: άστε τον, αφήστε τον)

  1. (μεταφορικά)
    1. μην τον ενοχλείς
      ⮡  Άσ' τον ήσυχο! Μην του κάνεις συνεχώς παρατηρήσεις!
      [Διαφορετικά όταν ακολουθεί άρθρο στην αιτιατική]] Άσε τον κόσμο να λέει...
    2. παράτα αυτόν, μην ασχολείσαι μαζί του
      ⮡  Μην τον ξεσυνερίζεσαι, άσ' τον να λέει...
  2. (κυριολεκτικά) τοποθέτησέ τον κάτω, άφησέ τον κάτω (όπως στο έδαφος, στο πάτωμα)

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • άστον

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • → δείτε τον όρο άσε