Ετυμολογία

επεξεργασία

από το άγαρμπος

  Επίρρημα

επεξεργασία

άγαρμπα

  1. άχαρα, άκομψα.
    Φέρθηκε άγαρμπα.
  2. άσκημα.
    Τον χτύπησε άγαρμπα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία