Χρήστης:Flyax/2015
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
Ρήμα
επεξεργασίακαλωσορίζω, πρτ.: καλωσόριζα, στ.μέλλ.: θα καλωσορίσω, αόρ.: καλωσόρισα
Ετυμολογία
επεξεργασίαΑπό τη φράση καλώς όρισες.
- χαιρετώ και υποδέχομαι φιλόξενα κάποιον που μόλις έφτασε, με τη φράση καλώς όρισες - καλώς ορίσατε ή κάποια άλλη παρόμοια
- Πήγαινε να καλωσορίσεις τους καλεσμένους μας.
- (μεταφορικά) αποδέχομαι, καλοδέχομαι κάτι το καινούριο
Συγγενικά
επεξεργασία