Τασκαλντιρανιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τασκαλντιρανιάν < ίσως από επάγγελμα· ενδεχομένως κοινής προέλευσης με το τουρκικό επώνυμο Taşkaldıran (Τασκαλντιράν), από την τουρκική taş (πέτρα) + kaldırmak (σηκώνω, απομακρύνω)· κυριολεκτικά: «αυτός που μεταφέρει / απομακρύνει πέτρες» (λχ. στα λατομεία). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤασκαλντιρανιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο