Ετυμολογία

επεξεργασία
kaldırmak < οθωμανική τουρκική قالدرمق (kaldırmak) < πρωτοτουρκική *kạl(ï)- (εγείρω) + πρωτοτουρκική *-tur (αίτιο επίθημα).

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɑɫdɯɾˈmɑk/

kaldırmak (tr)

  1. (μεταβατικό) ανυψώνω, σηκώνω, υψώνω
    ⮡  Cevaplamak isterseniz elinizi kaldırın.Σηκώστε το χέρι σας αν θέλετε να απαντήσετε.
  2. (αιτιατική +) απομακρύνω, διώχνω κάποιον από κάπου, τον μετακινώ (πιο) μακριά
    ⮡  Gelip yoldaki engelleri kaldırdılar. — Ήρθαν και απομάκρυναν τα εμπόδια στο δρόμο.
  3. (αιτιατική +) βγάζω, διαγράφω, αφαιρώ
     συνώνυμα: silmek
    ⮡  Giriş bilgilerinizi kaldırmalısınız.Θα πρέπει να αφαιρέσετε τα στοιχεία εισόδου σας.
  4. (μεταβατικό) (αιτιατική +) ξυπνάω, διακόπτω τον ύπνο κάποιου
    ⮡  Babanı kaldır yoksa işe geç kalacak.Ξύπνα τον μπαμπά σου, αλλιώς θα αργήσει στη δουλειά.
  5. (κατ’ επέκταση) (αιτιατική +) αντέχω, ανέχομαι
     συνώνυμα: dayanmak, katlanmak
    ⮡  Bana yapılanları artık kaldıramıyorum.Δεν αντέχω άλλο αυτό που μου έχουν κάνει.
  6. (αιτιατική +) νοσηλεύω
    ⮡  Babası dün gece hastaneye kaldırıldı. — Ο πατέρας του μεταφέρθηκε χθες το βράδυ στο νοσοκομείο.
  7. (αργκό) (αιτιατική +) κλέβω
     συνώνυμα: çalmak, yürütmek
    ⮡  Dün gece hırsızlar dükkânın kasasını kaldırmış. — Κλέφτες σήκωσαν χθες το βράδυ το χρηματοκιβώτιο του καταστήματος.
  8. (αργκό) (δοτική +) καυλώνω, ερεθίζομαι σεξουαλικά, ανάβω, έχω έντονη επιθυμία για συνουσία, έχω καύλες
     συνώνυμα: azmak, erekte olmak, yükselmek

Παράγωγα

επεξεργασία