Τάρφη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Τάρφη | ||
γενική | τῆς | Τάρφης | ||
δοτική | τῇ | Τάρφῃ | ||
αιτιατική | τὴν | Τάρφην | ||
κλητική ὦ! | Τάρφη | |||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τάρφη < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤάρφη θηλυκό, μόνο στον ενικό
Πηγές
επεξεργασία- Τάρφη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.