Σμαρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σμαρώ | ||
γενική | της | Σμαρώς | ||
αιτιατική | τη | Σμαρώ | ||
κλητική | Σμαρώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣμαρώ θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σμαράγδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σμαρώ
|