Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seˈlim/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σε‐λίμ

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Σελίμ < προέλευσης από την οθωμανική τουρκική سليم (selîm) και την τουρκική Selim

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Σελίμ αρσενικό ή ουδέτερο, άκλιτο

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ιστορία) όνομα σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας
  3. (ουδέτερο) κωμόπολη της Τουρκίας, στην Επαρχία Καρς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία