ΟΑΣ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΟΑΣ < : Ορθογώνιο Αξονικό Σύστημα στην κρυσταλλογραφία
- ΟΑΣ < : Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών
- Σε άλλα μέρη:
Συντομομορφή
επεξεργασίαΟ.Α.Σ. ουδέτερο, αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
Ο.Α.Σ. ουδέτερο, αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο