parisien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | parisien | parisiens |
θηλυκό | parisienne | parisiennes |
Επίθετο
επεξεργασίαparisien (fr)
- παρισινός
- les rues parisiennes - οι παρισινοί δρόμοι
- la banlieue parisienne - τα παρισινά προάστεια