Νεόφυτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Νεόφυτα | ||
γενική | των | Νεόφυτων & Νεοφύτων | ||
αιτιατική | τα | Νεόφυτα | ||
κλητική | Νεόφυτα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Νεόφυτα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝεόφυτα αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό