Λημνιό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Λημνιό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λημνιός < Λήμνος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛημνιό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) αρχαία ποικιλία αμπέλου της Λήμνου που παράγει ερυθρό ξηρό κρασί
Σημειώσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Λημνιό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαΛημνιό