Δείτε επίσης: λημνιό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λημνιό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λημνιός < Λήμνος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λημνιό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

Λημνιό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του λημνιός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του λημνιός