Δείτε επίσης: Λιλαία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λίλαι
      γενική τῆς Λιλαίᾱς
      δοτική τῇ Λιλαί
    αιτιατική τὴν Λίλαιᾰν
     κλητική ! Λίλαι
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λίλαια < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λίλαια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία