Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κρατύλος < πιθανόν σχετίζεται με το κρατύς (σταθερός)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κρατύλος αρσενικό, (γενική: του Κρατύλου)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία