Κρατύλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κρατύλος < πιθανόν σχετίζεται με το κρατύς (σταθερός)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚρατύλος αρσενικό, (γενική: του Κρατύλου)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κρατύλος στη Βικιπαίδεια
Κρατύλος αρσενικό, (γενική: του Κρατύλου)