ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Κορσιαί
      γενική τῶν Κορσιῶν
      δοτική ταῖς Κορσιαῖς
    αιτιατική τὰς Κορσιᾱ́ς
     κλητική ! Κορσιαί
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κορσιαί < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κορσιαί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό