Κοίμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοίμηση | ||
γενική | της | Κοίμησης* | ||
αιτιατική | την | Κοίμηση | ||
κλητική | Κοίμηση | |||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Κοιμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κοίμηση < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοίμηση θηλυκό, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κοίμηση
|