Ευρυδίκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ευρυδίκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Εὐρυδίκη < εὐρύς + δίκη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vɾiˈði.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐ρυ‐δί‐κη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕυρυδίκη θηλυκό
Ευρυδίκη θηλυκό