Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

silence < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική silence

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

silence (en)

  • η σιωπή, η σιγή, η σιγαλιά, η απόλυτη ησυχία
    The chairman ordered silence.
    Ο Πρόεδρος διέταξε σιωπή.
    They waited in silence, until the bell rang.
    Περίμεναν βουβοί, μέχρι που χτύπησε το κουδούνι.

  Ρήμα επεξεργασία

silence (en)

  Επιφώνημα επεξεργασία

silence (en)

Συγγενικά επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
silence silences

  Ετυμολογία επεξεργασία

silence < λατινική silentium

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

silence (fr) θηλυκό

  Επιφώνημα επεξεργασία

silence (fr)

Συγγενικά επεξεργασία