meuble
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- meuble < mueble < δημώδης λατινική mobilis
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
meuble | meubles |
meuble (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
meuble | meubles |
meuble (fr) αρσενικό
- το έπιπλο
- (παρωχημένο) η επίπλωση
- (εραλδική) αντικείμενο που παριστάνεται σε ένα οικόσημο