Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

absoute < absolte < absoudre

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ap.sut/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
absoute absoutes

absoute (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • absoute στη γαλλική Βικιπαίδεια