Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
absolutoire absolutoires

absolutoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θρησκεία) συγχωρητικός
  2. (νομικός όρος) αθωωτικός

Συγγενικά

επεξεργασία