Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἕπομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (ακολουθώ)

  Ρήμα επεξεργασία

ἕπομαι

  1. (+ δοτική) ακολουθώ
     συνώνυμα: ἀκολουθέω
  2. επακολουθώ
  3. υπακούω, συμμορφώνομαι
  4. επιδιώκω
  5. προσκολλώμαι

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία