προσεκτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσεκτικά < προσεκτικός + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.se.ktiˈka/
Επίρρημα επεξεργασία
προσεκτικά
- με προσεκτικό τρόπο, με προσοχή
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσεκτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προσεκτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσεκτικό