παραθετικά
θετικός carefully
συγκριτικός more carefully
υπερθετικός most carefully

  Ετυμολογία

επεξεργασία
carefully < careful + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

carefully (en)

  1. προσεκτικά, με πολλή προσοχή ή σκέψη, ώστε να αποφύγω να τραυματιστώ, να βλάψω κάτι ή να κάνω κάτι λάθος
    ⮡  Drive carefully!
    Να οδηγείς προσεκτικά!
  2. προσεκτικά, με πολλή προσοχή στις λεπτομέρειες
    ⮡  We must go about this problem very carefully.
    Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτό το πρόβλημα.