carefully
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | carefully |
συγκριτικός | more carefully |
υπερθετικός | most carefully |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαcarefully (en)
- προσεκτικά, με πολλή προσοχή ή σκέψη, ώστε να αποφύγω να τραυματιστώ, να βλάψω κάτι ή να κάνω κάτι λάθος
- ⮡ Drive carefully!
- Να οδηγείς προσεκτικά!
- ⮡ Drive carefully!
- προσεκτικά, με πολλή προσοχή στις λεπτομέρειες
- ⮡ We must go about this problem very carefully.
- Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτό το πρόβλημα.
- ⮡ We must go about this problem very carefully.