καμπυλογράφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'δρόμος'}} thumb|{{λ}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|καμπύλη|-... |
(Καμία διαφορά)
|
Αναθεώρηση της 05:15, 10 Ιουλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καμπυλογράφος < καμπύλη + -ο- + -γράφος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική curvigraphe)
Ουσιαστικό
καμπυλογράφος αρσενικό
- όργανο που το χρησιμοποιούμε για να σχεδιάσουμε διάφορες καμπύλες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καμπυλογράφος