στέλλομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== {{δείτε|στέλλω}} {{δείτε|στέλνω}} {{grc-αρχ-χρόνοι|στέλλομαι|ἐστελλόμην|σταλήσομαι, στελούμαι...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 06:24, 23 Φεβρουαρίου 2010

Αρχαία ελληνικά (grc)

  Δείτε επίσης: στέλλω
  Δείτε επίσης: στέλνω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  στέλλομαι 
Παρατατικός  ἐστελλόμην 
Μέλλοντας  σταλήσομαι, στελούμαι 
Αόριστος  (ἐστειλάμην), ἐστάλην 
Παρακείμενος  ἔσταλμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐστάλμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

στέλλομαι < παθητική φωνή του στέλλω < από ρίζα στολ- και το πρόσφυμα -jω

Ρήμα o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου

στέλλομαι

  1. πέμπομαι, με στέλνουν κάπου, αναχωρώ, ετοιμάζομαι να φύγω. Στη νεοελληνική γλάσσα συνηθίζεται σε απλή, μη σύνθετη μορφή, κυρίως στο τρίτο πρόσωπο
    Η επιταγή στάλθηκε ή εστάλη


Συγγενικά

Σύνθετα


  Μεταφράσεις