Συνεισφορές χρήστη 2A02:587:4105:B19A:DF0:EA7:5335:5AB5
Για τον 2A02:587:4105:B19A:DF0:EA7:5335:5AB5 συζήτηση Καταγραφές φραγών καταγραφές καταγραφές καταχρήσεων
21 Φεβρουαρίου 2020
- 23:2323:23, 21 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +23 lumber κανονικά είναι {{να-μη-συγχέονται|slumber}} και όχι {{δείτε|slumber}} αλλά δεν έχουμε προγραμματίσει το πρότυπο {{να-μη-συγχέονται|〰️}}
- 23:2023:20, 21 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +54 lumber →{{ρήμα|en}}
- 23:1923:19, 21 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +22 slumber πρέπει να δημιουργηθεί προγραμματιστικά το {{να-μη-συγχέονται|〰️}}
- 23:1723:17, 21 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +72 slumber →{{ουσιαστικό|en}}: είχες ενεργό σύνδεσμο σε μη καίριες λέξεις # πολύ ελαφρύς ύπνος /// στο Βικιλεξικό βάζουμε μόνο στις καίριες - εδώ ύπνος - σε άλλα λεξικά τα πάντα είναι ενεργοί σύνδεσμοι
- 22:4422:44, 21 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +77 οστεοφυλάκιο →{{μεταφράσεις}}: * {{en}} : {{τ|en|ossuary}}, {{τ|en|ossuarium}}, {{τ|en|charnel house}}
- 21:1321:13, 21 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +1 κοπανώ →{{ετυμολογία}}
- 21:1321:13, 21 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +17 κοπανώ →{{μεταφράσεις}}: verb: smite; 3rd person present: smites; past tense: smote; gerund or present participle: smiting; past participle: smitten // also read: smit
- 19:0719:07, 21 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +105 γκαστρώνω →{{μεταφράσεις}}: Definition of knock up (Entry 2 of 2) transitive verb. 1 sometimes vulgar : to make pregnant. 2 British : rouse, summon. Knock-up | Definition of Knock-up by Merriam-Webster
- 14:1014:10, 21 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +93 αιτιολογία →{{μεταφράσεις}}: * {{en}} : {{τ|en|cause}}, {{τ|en|causality}}, {{τ|en|causation}}, ''ιατρική'': {{τ|en|etiology}}, {{τ|en|aetiology}}