ΕΛΜ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαΕ.Λ.Μ. θηλυκό ακρωνύμιο
- (οικονομία) λογιστική μονάδα που χρησιμοποιείτο από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα για την τιμολόγηση ορισμένων διεθνών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και μεταφορών κεφαλαίων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ΕΛΜ στη Βικιπαίδεια