Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʝu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γιού‐ρυ
ομόηχο: Γιούρι

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Γιούρυ < μεταγραφή για την αγγλική Ury

  Μεταγραφή επεξεργασία

Γιούρυ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο


  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Γιούρυ < μεταγραφή για την αγγλική Yury < προέλευσης από τη ρωσική , ή τη βουλγαρική Юрий (Júrij) κ.τ.π.

  Μεταγραφή επεξεργασία

Γιούρυ αρσενικό, άκλιτο