Ετυμολογία

επεξεργασία
Βαβέλ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή בבל < ακκαδική 𒆍𒀭𒊏𒆠 (bāb ili: πύλη του Θεού)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βαβέλ θηλυκό άκλιτο

  1. (Παλαιά Διαθήκη) η πόλη και ο πύργος όπου συνέβη η σύγχυση των γλωσσών σύμφωνα με την Βίβλο
  2. (μεταφορικά) η ασυνεννοησία
    Άντε να βγάλεις άκρη... Εδώ πέρα γίνεται της Βαβέλ!

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία