Βαβέλ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒαβέλ θηλυκό άκλιτο
- (Παλαιά Διαθήκη) η πόλη και ο πύργος όπου συνέβη η σύγχυση των γλωσσών σύμφωνα με την Βίβλο
- (μεταφορικά) η ασυνεννοησία
- Άντε να βγάλεις άκρη... Εδώ πέρα γίνεται της Βαβέλ!