Αφενδρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αφενδρώ | ||
γενική | της | Αφενδρώς | ||
αιτιατική | την | Αφενδρώ | ||
κλητική | Αφενδρώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αφενδρώ < Αφεντρώ με λόγια επίδραση στην προφορά ([nd] > [nð])
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΑφενδρώ θηλυκό