Αλεφαντώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αλεφαντώ | ||
γενική | της | Αλεφαντώς | ||
αιτιατική | την | Αλεφαντώ | ||
κλητική | Αλεφαντώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αλεφαντώ < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αλεφαντώ θηλυκό