Άαλμποργκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Άαλμποργκ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη δανική Aalborg
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.al.boɾɡ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐αλ‐μποργκ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΆαλμποργκ ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Άλμποργκ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Άαλμποργκ
|