Δανικά (da) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ålborg < γιουτλανδικά ål (διώρυγα) + borg (πόλη). Κυριολεκτικά «πόλη σε ποτάμι».[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔlbɔr/
 

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ålborg (da)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.