ĉela
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉela | ĉelaj |
αιτιατική | ĉelan | ĉelajn |
ĉela (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉela | ĉelaj |
αιτιατική | ĉelan | ĉelajn |
ĉela (eo)