Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĉel- < αγγλική cell

  Ρίζα επεξεργασία

ĉel- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: κύτταρο

Παράγωγα επεξεργασία