unuĉela
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | unuĉela | unuĉelaj |
αιτιατική | unuĉelan | unuĉelajn |
unuĉela (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | unuĉela | unuĉelaj |
αιτιατική | unuĉelan | unuĉelajn |
unuĉela (eo)